κυβόκυβος

κυβόκυβος
κυβόκυβος, ό (AM)
το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, δηλαδή η έκτη δύναμη
αρχ.
ως επίθ. αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυβόκυβος — cube multiplied by cube masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοκύβου — κυβόκυβος cube multiplied by cube masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοκύβων — κυβόκυβος cube multiplied by cube masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβόκυβον — κυβόκυβος cube multiplied by cube masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CUBUS — I. CUBUS apud Arnob. l. 2. Quadragenarium istum ad te voca; et ex eo perconctare non abstrusum aliquid, non involutum, non de triangulis, non de quadratis, qui sit Cubus aut dynamis: ut et dynamis, nomina sunt quadratorum numerorum. Vetus Auctor… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυβεπίκυβος — κυβεπίκυβος, ὁ (Α) κυβόκυβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + ἐπί + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. φαυλεπί φαυλος)] …   Dictionary of Greek

  • κυβοκυβοστός — κυβοκυβοστός, ή, όν (Α) [κυβόκυβος] 1. αυτός που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοκυβοστόν κλάσμα κυβοκύβου, δηλαδή 1/x6 …   Dictionary of Greek

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”